- ανοικοκύρευτος
- -η, -ο(για ανθρώπους)1. ακατάστατος, ατημέλητος2. αυτός που δεν απέκτησε νοικοκυριό, ο άγαμος, ο εργένης3. αυτός που δεν διευθύνει με τάξη και σύνεση το σπίτι του4. (για σπίτια) αφρόντιστος, άτακτος, ακατάστατος.
Dictionary of Greek. 2013.